στρογγυλοπρόσωπος

στρογγυλοπρόσωπος
-η, -ο / στρογγυλοπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο-πρόσωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρογγυλοπρόσωπος — round faced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρογγυλοπρόσωπον — στρογγυλοπρόσωπος round faced masc/fem acc sg στρογγυλοπρόσωπος round faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοπροσώπους — στρογγυλοπρόσωπος round faced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοπρόσωπα — στρογγυλοπρόσωπος round faced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοπρόσωποι — στρογγυλοπρόσωπος round faced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • στρογγύλοψις — και στρογγυλόψις, εως, ό, ἡ, Μ στρογγυλοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + οψις (< ὄψις), πρβλ. κύκν οψις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”